Η κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα

Στην τελευταία παγκόσμια έρευνα της Globescan για την εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ), μεταξύ άλλων, καταγράφηκε και η άποψη των πολιτών από 20 χώρες σε ό,τι αφορά τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρήσεων. Στην κορυφή των ευρημάτων είναι η τίμια μεταχείριση των εργαζομένων (σε ποσοστό 26%), η προστασία του περιβάλλοντος (19%), η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η προσφορά στην οικονομική ανάπτυξη (17%), η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών / επιστροφή των ωφελειών στην κοινωνία (14%), η καλή ποιότητα και η ασφάλεια των προϊόντων/υπηρεσιών (12%), η εντιμότητα (7%), οι δωρεές για φιλανθρωπικούς σκοπούς (7%), κ.λπ.

Είναι εμφανές ότι στο μυαλό των πολιτών-καταναλωτών, η έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης λαμβάνει διάφορες μορφές με κορυφαίες την σωστή συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Αυτή καθεαυτή η ύπαρξη αυτονόητων αιτημάτων των κοινωνιών προς τον επιχειρηματικό κόσμο καταδεικνύει ότι σε πολλές περιπτώσεις η κοινωνική υπόσταση των επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται ως ελλειμματική και επομένως, φυσικό είναι να αποτελεί αντικείμενο σκληρής κριτικής.

Στη διαρκώς αυξανόμενη σχετική αρθρογραφία, ο όρος εταιρική κοινωνική ευθύνη τείνει να ταυτίζεται με την εταιρική φιλανθρωπία. ‘Ξέρετε, πριν γίνω επιχειρηματίας ήμουν άνθρωπος…’ αρέσκεται να λέει ο Τζορτζ Σόρος, όταν θέλει να αναφερθεί στο φιλανθρωπικό έργο του. Μπορεί όμως η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων να περιορίζεται στη φιλανθρωπία και τις δωρεές προς τα ευαγή ιδρύματα; Οι ειδικοί που προσεγγίζουν με ανεξάρτητη σκέψη το θέμα ισχυρίζονται ότι είναι πολλά περισσότερα.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον Economist, η εταιρική φιλανθρωπία έχει τεθεί στο μικροσκόπιο από τότε που κατέρρευσε η Enron. Και αυτό διότι αρκετοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν ότι οι χρηματικές χορηγίες στις προσωπικές ευεγερσίες των μελών ΔΣ της εταιρείας ίσως τους έκαναν λιγότερο πρόθυμους να ελέγξουν τις πράξεις των στελεχών της.

Αν στις αναπτυσσόμενες χώρες, η εταιρική φιλανθρωπία είναι σημαντικός τομέας παροχής βοήθειας προς τις τοπικές κοινωνίες, συμβάλλοντας στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, εκπαίδευσης, κ.λπ., προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των τοπικών κοινωνιών, στον αναπτυγμένο κόσμο, η έννοια της κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας αφορά την καρδιά της επιχειρηματικότητας, τον τρόπο που οι σύγχρονοι επιχειρηματίες βλέπουν τους ανθρώπους γύρω τους, και κατ’ επέκταση το κοινωνικό σύνολο. Και όπως είναι φυσικό, το πρώτο που θα περίμενε κανείς είναι η ανάπτυξη των επιχειρήσεων να συμβαδίζει με τον σεβασμό του ανθρώπινου παράγοντα και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι όμως έτσι; Σε ποιό βαθμό οι κοινωνικοί στόχοι συμβαδίζουν με στρατηγικές μεγιστοποίησης της κερδοφορίας, οι οποίες αποτελούν τον πρωταρχικό στόχο όλων των εταιρικών στελεχών ανά τον κόσμο;

Στην κοινή θεώρησή της, η ΕΚΕ ορίζεται ως το σύνολο των ενεργειών, δράσεων και προγραμμάτων κοινωνικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα, που οι επιχειρήσεις υιοθετούν εθελοντικά και υλοποιούν, υπερβαίνοντας τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Σειρά μελετών έχουν διερευνήσει τις δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την υπέρβαση που πραγματοποιούν σε σχέση με τις δεσμεύσεις που ορίζονται εκ του νόμου. Ακόμη, σημαντικά είναι τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί σε κείμενα εργασίας που εξετάζουν τη χρήση της ΕΚΕ ως στρατηγικής δημοσίων σχέσεων, ή ως μηχανισμού ενίσχυσης διαχείρισης κρίσεων. Αντικείμενο έρευνας αποτελούν και οι διεθνοποιημένες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν σημεία παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες για λόγους μείωσης του λειτουργικού κόστους. Στον χώρο αυτό παρατηρείται και η περισσότερη κριτική ενάντια στη χρήση της ΕΚΕ (μέσω τοπικών επενδύσεων σε υποδομές κοινής ωφέλειας) ως στρατηγικής κατευνασμού των αντιδράσεων τοπικών κοινωνιών αλλά και μη κυβερνητικών οργανώσεων όσον αφορά τα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων.

Στον χώρο των πολυεθνικών επιχειρήσεων, τα πολλά παραδείγματα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων ντόπιων εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν φτάσει ακόμη και σε ακραίες μορφές, σύμφωνα με τις κατά καιρούς καταγγελίες των ΜΚΟ, έχουν οδηγήσει σε οξεία κριτική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Άναν να αναπτύξει την πρωτοβουλία του ‘Οικουμενικού Συμφώνου’ (Global Compact), το οποίο συζητήθηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός το 1999 και παρουσιάσθηκε σε 50 πολυεθνικές επιχειρήσεις και επιλεγμένες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Η πρόσκληση του ΟΗΕ προς τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου αφορούσε την παρότρυνση να εργαστούν προς ένα κοινό σκοπό: Να δημιουργήσουν μία παγκόσμια συμφωνία κοινών αρχών και αξιών, οι οποίες θα προσδώσουν στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία ένα πιο ‘ανθρώπινο πρόσωπο’. Η πρωτοβουλία του ΟΗΕ στοχεύει πρωτίστως στον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, στην αποδοχή των εργασιακών δικαιωμάτων και ειδικότερα του συνδικαλισμού και της απαγόρευσης της παιδικής εργασίας και τον σεβασμό στο περιβάλλον.

Προκειμένου αυτές οι θεωρητικές αρχές και αξίες να μετατραπούν σε πρακτικές, απαραίτητη είναι η ενσωμάτωσή τους στον στρατηγικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων, καθώς και η ουσιαστική δέσμευση διοίκησης και εργαζομένων σε αυτές. Κατ’ ουσίαν, η στρατηγική κοινωνικής ευαισθησίας θα πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τους επιχειρηματικούς στόχους.

Η κοινωνική ευαισθησία ανταμοίβει τις επιχειρήσεις με πολλούς τρόπους. Εξασφαλίζει αποτελεσματικό εργασιακό περιβάλλον, συμβάλλει στην ευδαιμονία των εργαζομένων, αυξάνει την παραγωγικότητά τους, μειώνει το κόστος απολύσεων και προσλήψεων και γενικά βελτιώνει την εταιρική εικόνα. Ακόμη, οι κοινωνικά ευαισθητοποιημένες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα αυτές που δραστηριοποιούνται σε ευαίσθητους κλάδους, έχουν λιγότερες πιθανότητες να βρεθούν αντιμέτωπες με γεγονότα υψηλής διακινδύνευσης και καταστάσεις κρίσεων.

Σε άρθρο του Economist αναφέρεται η περίπτωση του Μαρκ Μπένιοφ, επικεφαλής του salesforce.com, ο οποίος παρέχει τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο στα στελέχη του ώστε να είναι σε θέση να προσφέρουν εθελοντικά στην κοινωνία. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, βελτιώνει την ικανότητα της εταιρείας να προσελκύει στελέχη υψηλών προδιαγραφών.

Η περίπτωση του Μπένιοφ δεν είναι μοναδική. Αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα μιας διαρκώς ισχυροποιούμενης τάσης που παρατηρείται στις μεγάλες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την οποία ο εταιρικός οργανισμός έχει πλέον αυξημένη ευθύνη προς τον ανθρώπινο παράγοντα και την κοινωνία. Η νέα φιλοσοφία διοίκησης επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων, αποσκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού βίου των εργαζομένων από τα σκληρά ωράρια του παρελθόντος (συχνά προτείνεται και η τηλεργασία ως μέσο παρακίνησης των στελεχών προκειμένου να διαθέτουν χρόνο στην οικογένειά τους κατά τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας), στην εξισορρόπηση των επαγγελματικών και προσωπικών αναγκών, καθώς και στη διαρκή επιμόρφωση σε ότι αφορά τις νέες γενικές και επιμέρους τάσεις στο σύγχρονο μάνατζμεντ. Παρόμοιας φιλοσοφίας είναι και η συστηματική διερεύνηση του εργασιακού περιβάλλοντος στις επιχειρήσεις και η εκπόνηση συγκριτικών μελετών μεταξύ χωρών και επιχειρηματικών κλάδων (π.χ. έρευνες best working places).

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει να γίνεται ευρέως αποδεκτός ο πολύτιμος ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στη ‘διατηρησιμότητα’ της επιχειρηματικής επιτυχίας, ενώ πλέον οι σύγχρονες τεχνικές Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο στη διοίκηση και οργάνωση των επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή βρίσκει ακόμη μεγαλύτερο πεδίο δράσης στο περιβάλλον της νέας οικονομίας, όπου το εξειδικευμένο και συγχρόνως πολλών δεξιοτήτων ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο διαρκές ‘κυνήγι’ ιδεών και καινοτομιών που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της ψηφιακής οικονομίας.

Η προστασία και ανάπτυξη του ανθρώπινου παράγοντα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες στο πλαίσιο της ολιστικής θεώρησης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Είτε οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαζόμενοι ή εταιρικοί συνεργάτες και πελάτες, είτε μέλη της τοπικής κοινωνίας που φιλοξενεί τις δράσεις της επιχείρησης.

Οι αυθεντικές δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης για τις σύγχρονες επιχειρήσεις που σέβονται τον εαυτό τους και στοχεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη είναι ότι και η κοινωνική πολιτική για τις κυβερνήσεις που έχουν αντιληφθεί τα μηνύματα των καιρών.

Το σύγχρονο δημόσιο μάνατζμεντ εμπεριέχει σύγχρονες υπηρεσίες κοινής ωφελείας, υψηλή παραγωγικότητα, καθώς και αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση των πολιτών. Από το άλλο μέρος, οδηγεί σε βελτίωση των συνθηκών εργασίας των ίδιων των δημόσιων λειτουργών. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η ΕΚΕ, εξ ορισμού, αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης του σύγχρονου Κράτους, το οποίο δύναται να αποτελέσει και πρότυπο συμπεριφοράς και λειτουργίας για τον ιδιωτικό τομέα. Και φυσικά, η κοινωνική ευαισθησία του Κράτους συντίθεται από πολλά περισσότερα από τα επιδόματα και τις ετήσιες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Σε μεγάλο βαθμό αφορά ζητήματα καθημερινότητας, όπως η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, η διασφάλισή τους έναντι έκτακτων καταστάσεων, η προστασία και ενίσχυση της οικογένειας, η βελτίωση των συνθηκών ζωής στα αστικά κέντρα και την περιφέρεια.

Ακραία παραδείγματα και νεοφιλελεύθερη κριτική

Τον Ιανουάριο 2005, η J.P. Morgan Chase ανακοίνωσε ότι κατόπιν εις βάθους έρευνας, ανακαλύφθηκε ότι κατά την περίοδο 1831-1865, δύο από τους εταιρικούς προγόνους της τράπεζας (οι Citizens Bank και Canal Bank στη Λουιζιάνα) είχαν αποδεχθεί περίπου 13.000 σκλαβωμένους ανθρώπους ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων. Μετά δε την αδυναμία αποπληρωμής δανείων από πελάτες-ιδιοκτήτες φυτειών, οι δύο τράπεζες βρέθηκαν να έχουν στην ιδιοκτησία τους περί τα 1.250 άτομα (βλ. BBC Online, 21.1.2005).

Η έρευνα στα βάθη της εταιρικής ιστορίας της J.P. Morgan Chase στο πλαίσιο προετοιμασίας των νομικών συμβούλων της τράπεζας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αγωγή που είχε κατατεθεί ενάντια στην τράπεζα και σε δύο άλλες επιχειρήσεις (τη FleetBoston Financial και τη Brown & Williamson Tobacco), με αντικείμενο τη συμμετοχή τους (ή της συμμετοχή των εταιρικών προγόνων τους) σε κερδοφόρες δραστηριότητες ασφάλισης πλοίων που μετέφεραν σκλαβωμένους ανθρώπους ή χρηματοδότησης επιχειρήσεων που στηρίζονταν σε παρόμοιας μορφής εργασία. Αν και η υπόθεση απερρίφθη από το δικαστήριο, ο θόρυβος που προκλήθηκε ανάγκασε την J.P. Morgan Chase να προβεί στην ανωτέρω ανακοίνωση, αλλά και να καθιερώσει πρόγραμμα υποτροφιών ύψους 5 εκατ. δολλαρίων για μαθητές κατοίκους της Λουιζιάνας.

Για πολλούς, τέτοιου είδους περιπτώσεις αποτελούν ακραίας μορφής διεκδικήσεις ενάντια στο παρελθόν, στη μορφή, δηλαδή, που κάποτε είχε ο επιχειρηματικός κόσμος, αλλά και η ίδια η κοινωνία. Από το άλλο μέρος όμως, αρκετά δημοσιεύματα έχουν κατά καιρούς αναφερθεί στη χρήση ανηλίκων εργατών, αλλά και στην ύπαρξη άθλιων συνθηκών εργασίας σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν εργοστάσια σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Περιπτώσεις όπως αυτή της JP Morgan Chase ίσως και να αποτελούν αφορμές για ισχυροποίηση των επιχειρημάτων όσων επικρίνουν το κίνημα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, στο πλαίσιο του οποίου συμπτώματα όπως το ανωτέρω βρίσκουν χώρο εκδήλωσης. Πέρα όμως από το σκοτεινό παρελθόν πολλών μεγάλων επιχειρήσεων, που σήμερα κυριαρχούν στο επιχειρηματικό πεδίο, οι αυστηροί επικριτές της ΕΚΕ (π.χ. o διαδικτυακός τόπος csrwatch.com) συχνά την ταυτίζουν με αριστερές ιδεολογίες και απόψεις, τις οποίες θεωρούν εχθρικές προς την επιχειρηματικότητα.

Οι επικριτές του κινήματος για την επέκταση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης υποστηρίζουν ότι μόνο οι άνθρωποι έχουν ευθύνη, όχι οι επιχειρήσεις. Ο διευθύνων σύμβουλος είναι υπάλληλος των μετόχων και των πελατών. Και όταν οι ‘υπάλληλοι’ αυτοί αποτυγχάνουν επιδίδονται σε δράσεις που δεν συνδέονται με το ‘κυνήγι’ των κερδών, τότε το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερος εθνικός πλούτος, υψηλότερες τιμές προϊόντων και μικρότερες αποδόσεις των επενδύσεων.

Οι ίδιοι επικαλούνται το Μίλτον Φρήμαν, ο οποίος το 1970 επεσήμανε ότι σε μία ελεύθερη κοινωνία υπάρχει μία και μόνη κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων: να χρησιμοποιούν τους πόρους τους για τον σχεδιασμό δράσεων που συντελούν στην αύξηση των κερδών, με την προϋπόθεση ότι οι ενέργειές τους σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού, οι οποίοι καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό μακρυά από πρακτικές που στηρίζονται στην απάτη και τη διαφθορά.

Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η κοινωνική διάσταση της οικονομίας εναπόκειται στις ικανότητες και τις δυνάμεις του Κράτους. Όμως, η τάση μεταβίβασης της οικονομικής δύναμης από τον κρατικό στον ιδιωτικό τομέα είναι εμφανής εδώ και χρόνια. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο ΟΟΣΑ, από τις 100 μεγαλύτερες οικονομικές οντότητες παγκοσμίως (σε μεγέθη ΑΕΠ), οι 51 είναι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι 49 κράτη. Επομένως, μήπως έχει έρθει ο καιρός ο επιχειρηματικός σκόπος να σκεφτεί την πιθανότητα να αναλάβει, με οργανωμένο και στρατηγικά σχεδιασμένο τρόπο, μέρος των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους;

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική έκδοση του Economist, η οποία κυκλοφορεί ένθετη στην εφημερίδα ‘Καθημερινή’ (Μάρτιος 2006).

Demetris Kamaras

Journalism Professor and journalist, primarily online. Political analyst and communications specialist. Previous studies in economics (BA), communications policy (MA) and journalism (PhD), mostly in London. Born in Hove, Brighton. Lives in Athens, Greece. Blogs when necessary. Founded and running dailyGreece.net Private Information Network and alyunaniya.com [The Greek]. Occasional articles of friends are published on PostNews.eu. Interested in political communication, next-gen web apps, digital R&D, internet ethics and social networks. He taught journalism and communication at University of Indianapolis Athens (1999-2013). Published numerous analyses and op-eds, online and in print and his first book was titled: Digital Communication (Zenon Publications, London, 2000 – co-authorship). Recent publications: Crisis Talk; Greece (2012) – iBook/Avaialble on iTunes. Elections and the Internet, Digerati Publications (Athens, 2014) (in Greek).

View all posts by Demetris Kamaras →

Leave a Reply

Your email address will not be published.